Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προεστηκώς προεστηκυῖᾰ τὸ προεστηκός
      γενική τοῦ προεστηκότος τῆς προεστηκυίᾱς τοῦ προεστηκότος
      δοτική τῷ προεστηκότ τῇ προεστηκυίᾳ τῷ προεστηκότ
    αιτιατική τὸν προεστηκότ τὴν προεστηκυῖᾰν τὸ προεστηκός
     κλητική ! προεστηκώς προεστηκυῖᾰ προεστηκός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προεστηκότες αἱ προεστηκυῖαι τὰ προεστηκότ
      γενική τῶν προεστηκότων τῶν προεστηκυιῶν τῶν προεστηκότων
      δοτική τοῖς προεστηκόσῐ(ν) ταῖς προεστηκυίαις τοῖς προεστηκόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς προεστηκότᾰς τὰς προεστηκυίᾱς τὰ προεστηκότ
     κλητική ! προεστηκότες προεστηκυῖαι προεστηκότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προεστηκότε τὼ προεστηκυίᾱ τὼ προεστηκότε
      γεν-δοτ τοῖν προεστηκότοιν τοῖν προεστηκυίαιν τοῖν προεστηκότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

προεστηκώς, -υῖα, -ός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία