προεστηκώς
![]() |
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
προεστηκώς, -υῖα, -ός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (προέστηκα) με παθητική σημασία, του προΐστημι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- οἱ προεστηκότες