Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἑστηκώς ἑστηκυῖᾰ τὸ ἑστηκός
      γενική τοῦ ἑστηκότος τῆς ἑστηκυίᾱς τοῦ ἑστηκότος
      δοτική τῷ ἑστηκότ τῇ ἑστηκυίᾳ τῷ ἑστηκότ
    αιτιατική τὸν ἑστηκότ τὴν ἑστηκυῖᾰν τὸ ἑστηκός
     κλητική ! ἑστηκώς ἑστηκυῖᾰ ἑστηκός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἑστηκότες αἱ ἑστηκυῖαι τὰ ἑστηκότ
      γενική τῶν ἑστηκότων τῶν ἑστηκυιῶν τῶν ἑστηκότων
      δοτική τοῖς ἑστηκόσῐ(ν) ταῖς ἑστηκυίαις τοῖς ἑστηκόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἑστηκότᾰς τὰς ἑστηκυίᾱς τὰ ἑστηκότ
     κλητική ! ἑστηκότες ἑστηκυῖαι ἑστηκότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑστηκότε τὼ ἑστηκυίᾱ τὼ ἑστηκότε
      γεν-δοτ τοῖν ἑστηκότοιν τοῖν ἑστηκυίαιν τοῖν ἑστηκότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ἑστηκώς, -υῖα, -ός

Άλλες μορφές επεξεργασία