προεστώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεστώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προεστώς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροεστώς αρσενικό
- (εκκλησιαστικός όρος) προϊστάμενος / αρχηγός σε μοναστήρι, μοναστηριακή κοινότητα κ.λπ.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προεστώς
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπροεστώς, προεστῶσα, προεστεώς / προεστεός
- άλλη μορφή του προεστηκώς (μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (προέστατε) ελλειπτικού χρόνου με παθητική σημασία, του προΐστημι)