Ετυμολογία

επεξεργασία
προσέρχομαι < αρχαία ελληνική προσέρχομαι < πρός + ἔρχομαι

προσέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  • (επίσημο) έρχομαι κάπου για συγκεκριμένο σκοπό, παρουσιάζομαι
    Οι υποψήφιοι παρακαλούνται να προσέλθουν στο εξεταστικό κέντρο πριν τις 9:15

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσέρχομαι < πρός + ἔρχομαι

  Επίρρημα

επεξεργασία

προσέρχομαι