ἀσινέων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἀσινέων
- (ασυναίρετο) επικός, ιωνικός & αιολικός τύπος του ἀσινῶν
- → δείτε παράθεμα στο ἀσινής
- γενική πληθυντικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ἀσινής
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ἀσινές) του ἀσινής