ακεραιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακεραιότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκεραιότης, από την αιτιατική ἀκεραιότητα < αρχαία ελληνική ἀκέραιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακεραιότητα θηλυκό
- η απόλυτη εντιμότητα μιας προσωπικότητας
- η ακεραιότητα των δικαστικών λειτουργών είναι ιδιαίτερα σημαντική
- η σωματική αρτιμέλεια
- φοβήθηκα για την ακεραιότητά του όταν έμαθα ότι ήρθε στα χέρια με έναν παλαιστή