Δείτε επίσης: Αμάσεια

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀμάσει
      γενική τῆς Ἀμασείᾱς
      δοτική τῇ Ἀμασεί
    αιτιατική τὴν Ἀμάσειᾰν
     κλητική ! Ἀμάσει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀμάσεια < Ἄμασις[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀμάσεια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Απόγονοι επεξεργασία

Ἀμάσεια (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: Αμάσεια
τουρκικά: Amasya

  Αναφορές επεξεργασία

  1. "Amasya" – Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press. 

  Πηγές επεξεργασία