↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμασεώτης οἱ Ἀμασεῶται
      γενική τοῦ Ἀμασεώτου τῶν Ἀμασεωτῶν
      δοτική τῷ Ἀμασεώτ τοῖς Ἀμασεώταις
    αιτιατική τὸν Ἀμασεώτην τοὺς Ἀμασεώτᾱς
     κλητική ! Ἀμασεῶτ Ἀμασεῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμασεώτ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμασεώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμασεώτης < Ἀμάσεια + -ώτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀμασεώτης αρσενικό