Αμάσεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αμάσεια | ||
γενική | της | Αμάσειας | ||
αιτιατική | την | Αμάσεια | ||
κλητική | Αμάσεια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αμάσεια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἀμάσεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈma.si.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μά‐σει‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑμάσεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αμάσεια στη Βικιπαίδεια