αἴγινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αἴγινος < αρχαία ελληνική αἴξ, αἰγ- + -ινος
Επίθετο
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | αἴγινος | τὸ | αἴγινον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | αἰγίνου | τοῦ | αἰγίνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | αἰγίνῳ | τῷ | αἰγίνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | αἴγινον | τὸ | αἴγινον | ||
κλητική ὦ! | αἴγινε | αἴγινον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | αἴγινοι | τὰ | αἴγινᾰ | ||
γενική | τῶν | αἰγίνων | τῶν | αἰγίνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | αἰγίνοις | τοῖς | αἰγίνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | αἰγίνους | τὰ | αἴγινᾰ | ||
κλητική ὦ! | αἴγινοι | αἴγινᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγίνω | τὼ | αἰγίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγίνοιν | τοῖν | αἰγίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
αἴγινος, -ος, -ον
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἴγινος | οἱ | αἴγινοι | ||||
γενική | τοῦ | αἰγίνου | τῶν | αἰγίνων | ||||
δοτική | τῷ | αἰγίνῳ | τοῖς | αἰγίνοις | ||||
αιτιατική | τὸν | αἴγινον | τοὺς | αἰγίνους | ||||
κλητική ὦ! | αἴγινε | αἴγινοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγίνω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγίνοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αἴγινος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , φυτό) είδος δηλητηριώδους φυτού
- ※ κώνειον· οἱ δὲ αἴγινος (Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, 4.78)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αἴξ
Πηγές
επεξεργασία- αἴγινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.