αἴγινος
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αἴγινος < αρχαία ελληνική αἴξ, αἰγ- + -ινος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αἴγινος, -ος, -ον
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἴγινος | οἱ | αἴγινοι | ||||
γενική | τοῦ | αἰγίνου | τῶν | αἰγίνων | ||||
δοτική | τῷ | αἰγίνῳ | τοῖς | αἰγίνοις | ||||
αιτιατική | τὸν | αἴγινον | τοὺς | αἰγίνους | ||||
κλητική ὦ! | αἴγινε | αἴγινοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγίνω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγίνοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αἴγινος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή, φυτό) είδος δηλητηριώδους φυτού
- ※ κώνειον· οἱ δὲ αἴγινος (Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, 4.78)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αἴξ
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «αἴγινος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.