ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνάνευσῐς αἱ ἀνανεύσεις
      γενική τῆς ἀνανεύσεως τῶν ἀνανεύσεων
      δοτική τῇ ἀνανεύσει ταῖς ἀνανεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀνάνευσῐν τὰς ἀνανεύσεις
     κλητική ! ἀνάνευσῐ ἀνανεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνανεύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀνανευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνάνευσις (ελληνιστική κοινή) < ἀνὰ- + αρχαία ελληνική νέομαι / νεῦμαι (πορεύομαι, έρχομαι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνάνευσις, -εως

  1. (ελληνιστική κοινή) ανάδυση
     συνώνυμα: ἀνάδυσις
     αντώνυμα: κατάδυσις
    1. (μεταφορικά) αναγέννηση, αναβίωση
      ※  3ος/2ος αιώνας πκε Παλαιά Διαθήκη (Μετάφραση των εβδομήκοντα),Ψαλμοί του Δαβίδ, 72, 4
      ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν καὶ στερέωμα ἐν τῇ μάστιγι αὐτῶν
    2. (μεταφορικά) αναζωογόνηση
  2. (ελληνιστική κοινή) κίνηση του κεφαλιού προς τα πάνω
     αντώνυμα: ἐπίνευσις
    1. άρνηση
       συνώνυμα: ἄρνησις
       αντώνυμα: κατάνευσις
    2. διαφωνία