Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναζωογόνηση οι αναζωογονήσεις
      γενική της αναζωογόνησης* των αναζωογονήσεων
    αιτιατική την αναζωογόνηση τις αναζωογονήσεις
     κλητική αναζωογόνηση αναζωογονήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναζωογονήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναζωογόνηση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réanimation, καθαρεύουσα ἀναζωογόνη(σις) + -ση[1] < ελληνιστική κοινή ἀναζωογονῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναζωογόνηση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναζωογονώ, η εμψύχωση, η τόνωση, η ενδυνάμωση, συναισθηματική, υλική, σωματική, οικονομική
    η άσκηση μετά τα 60 βοηθά στην αναζωογόνηση του οργανισμού
    πρέπει να γίνει κάτι για την αναζωογόνηση της οικονομία του τόπου μας
    οι διακοπές βοηθούν στην αναζωογόνηση της σχέσης των ζευγαριών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία