αναζωογονητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναζωογονητικός < αναζωογόνηση
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1890
Επίθετο
επεξεργασίααναζωογονητικός -ή -ό
- που συμβάλλει στην ανάκτηση σωματικών και ψυχικών δυνάμεων
- αναζωογονητικό τριήμερο μακριά από την πόλη
- που επαναφέρει κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη καλή του κατάσταση μετά από περίοδο κάμψης
- αναζωογονητικές κινήσεις της αγοράς
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναζωογονητικός