revigorant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | revigorant | revigorants |
θηλυκό | revigorante | revigorantes |
revigorant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη vigueur
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | revigorant | revigorants |
θηλυκό | revigorante | revigorantes |
revigorant (fr)