vivifiant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vivifiant | vivifiants |
θηλυκό | vivifiante | vivifiantes |
Επίθετο επεξεργασία
vivifiant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vivifiant | vivifiants |
θηλυκό | vivifiante | vivifiantes |
vivifiant (fr)