Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωογόνος η ζωογόνος
ζωογόνα
το ζωογόνο
      γενική του ζωογόνου της ζωογόνου
ζωογόνας
του ζωογόνου
    αιτιατική τον ζωογόνο τη ζωογόνο
ζωογόνα
το ζωογόνο
     κλητική ζωογόνε ζωογόνε
ζωογόνα
ζωογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωογόνοι οι ζωογόνοι
ζωογόνες
τα ζωογόνα
      γενική των ζωογόνων των ζωογόνων των ζωογόνων
    αιτιατική τους ζωογόνους τις ζωογόνους
ζωογόνες
τα ζωογόνα
     κλητική ζωογόνοι ζωογόνοι
ζωογόνες
ζωογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωογόνος < ζω(ή) + -ο- + -γόνος (ελληνιστική κοινή)

  Επίθετο επεξεργασία

ζωογόνος, -α/-ος, -ο

  1. που δίνει ζωή
  2. αναζωογονητικός, τονωτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία