Δείτε επίσης: Αναγέννηση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγέννηση οι αναγεννήσεις
      γενική της αναγέννησης* των αναγεννήσεων
    αιτιατική την αναγέννηση τις αναγεννήσεις
     κλητική αναγέννηση αναγεννήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναγεννήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.naˈʝe.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναγέννηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναγέννηση θηλυκό

  1. η νέα γέννηση ή η εκ νέου δημιουργία
  2. περίοδος ανάκαμψης και αναμόρφωσης, μετά από περίοδο παρακμής
  3. (ειδικότερα) για την ευρωπαϊκή ιστορία  δείτε τη λέξη Αναγέννηση
  4. (βιολογία) αναπλήρωση τμημάτων οργανισμού που έχουν ακρωτηριαστεί

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία