Αναγέννηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αναγέννηση | ||
γενική | της | Αναγέννησης & Αναγεννήσεως | ||
αιτιατική | την | Αναγέννηση | ||
κλητική | Αναγέννηση | |||
Δείτε και αναγέννηση. | ||||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Αναγέννηση < αναγέννηση, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Renaissance [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Αναγέννηση θηλυκό
- (ευρωπαϊκή ιστορία) η ιστορική περίοδος του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, μετά το τέλος του Μεσαίωνα (15ος αιώνας) έως το τέλος του 16ου αιώνα, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανανέωση των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών, υπό την επιρροή της κλασικής (ελληνικής και ρωμαϊκής) αρχαιότητας
- (γενικότερα) → δείτε τη λέξη αναγέννηση
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αναγέννηση
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αναγέννηση
- ↑ «Αναγέννηση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.