αναγεννώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγεννώ < (ελληνιστική κοινή) ἀναγεννάω / ἀναγεννῶ < αρχαία ελληνική γεννάω / γεννῶ
Ρήμα
επεξεργασίααναγεννώ (παθητική φωνή: αναγεννιέμαι & αναγεννώμαι)
- κάνω κάτι να εμφανιστεί ξανά ακμαίο και σαν καινούργιο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αναγεννημένος
- αναγέννηση
- αναγεννησιακός
- αναγεννητής
- αναγεννητικά
- αναγεννητικός
- αναγεννητικότητα
- αναγεννήτρα
- αναγεννώμενος
- αναγεννήτρια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναγεννάω - αναγεννώ | αναγεννούσα | θα αναγεννάω - αναγεννώ | να αναγεννάω - αναγεννώ | αναγεννώντας | |
β' ενικ. | αναγεννάς | αναγεννούσες | θα αναγεννάς | να αναγεννάς | αναγέννα - αναγένναγε | |
γ' ενικ. | αναγεννάει - αναγεννά | αναγεννούσε | θα αναγεννάει - αναγεννά | να αναγεννάει - αναγεννά | ||
α' πληθ. | αναγεννάμε - αναγεννούμε | αναγεννούσαμε | θα αναγεννάμε - αναγεννούμε | να αναγεννάμε - αναγεννούμε | ||
β' πληθ. | αναγεννάτε | αναγεννούσατε | θα αναγεννάτε | να αναγεννάτε | αναγεννάτε | |
γ' πληθ. | αναγεννάν(ε) - αναγεννούν(ε) | αναγεννούσαν(ε) | θα αναγεννάν(ε) - αναγεννούν(ε) | να αναγεννάν(ε) - αναγεννούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναγέννησα | θα αναγεννήσω | να αναγεννήσω | αναγεννήσει | ||
β' ενικ. | αναγέννησες | θα αναγεννήσεις | να αναγεννήσεις | αναγέννα - αναγέννησε | ||
γ' ενικ. | αναγέννησε | θα αναγεννήσει | να αναγεννήσει | |||
α' πληθ. | αναγεννήσαμε | θα αναγεννήσουμε | να αναγεννήσουμε | |||
β' πληθ. | αναγεννήσατε | θα αναγεννήσετε | να αναγεννήσετε | αναγεννήστε | ||
γ' πληθ. | αναγέννησαν αναγεννήσαν(ε) |
θα αναγεννήσουν(ε) | να αναγεννήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναγεννήσει | είχα αναγεννήσει | θα έχω αναγεννήσει | να έχω αναγεννήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναγεννήσει | είχες αναγεννήσει | θα έχεις αναγεννήσει | να έχεις αναγεννήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναγεννήσει | είχε αναγεννήσει | θα έχει αναγεννήσει | να έχει αναγεννήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναγεννήσει | είχαμε αναγεννήσει | θα έχουμε αναγεννήσει | να έχουμε αναγεννήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναγεννήσει | είχατε αναγεννήσει | θα έχετε αναγεννήσει | να έχετε αναγεννήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναγεννήσει | είχαν αναγεννήσει | θα έχουν αναγεννήσει | να έχουν αναγεννήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναγεννώ