Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναζωντανεύω < ξανά + ζωντανεύω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναζωντανεύω

με το που ξαναείδε το γιο της, ξαναζωντάνεψε!

  Μεταφράσεις επεξεργασία