ἀναπληρωματικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀναπληρωματικός < αρχαία ελληνική ἀναπλήρωμα, ἀναπληρώματ(ος) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ἀναπληρωματικός, -ή, -όν
Πηγές επεξεργασία
- ἀναπληρωματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.