ἀμάρευμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀμάρευμᾰ | τὰ | ἀμαρεύμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἀμαρεύμᾰτος | τῶν | ἀμαρευμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ἀμαρεύμᾰτῐ | τοῖς | ἀμαρεύμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀμάρευμᾰ | τὰ | ἀμαρεύμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἀμάρευμᾰ | ἀμαρεύμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμαρεύμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμαρευμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμάρευμα < ἀμαρεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀμάρευμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) ακάθαρτο νερό των οχετών, βόρβορος
- (ελληνιστική κοινή) (μεταφορικά) αισχρολογίες, οχετός ύβρεων
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Carmina quae spectant ad alios , 1.19, @catholiclibrary.org
- Ἀλλὰ τί μοι τὰ ἕκαστα διακριδὸν ἐξαγορεύειν, Γλώσσης ἐξ ἱερῆς ἀμαρεύματα τοῖα χέοντι; Ἓν δ' ἐνὶ πᾶσι μέγιστον· ἀτὰρ λόγον ἧλος ἐρείδοι.
- ※ 4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Carmina quae spectant ad alios , 1.19, @catholiclibrary.org
Πηγές
επεξεργασία- ἀμάρευμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.