Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναπτερυγίζω < ἀνα- + πτερυγίζω

ἀναπτερυγίζω

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία