ἀναπτερυγίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀναπτερυγίζω
- (ελληνιστική κοινή) ανοίγω τα φτερά και πετώ
Ταυτόσημο επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀναπτεροφορέομαι, -οῦμαι
- ἀναπτερόω-ἀναπτερῶ
- ἀναπτερύσσομαι
- και → δείτε τη λέξη πτερύγιον
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ἀναφτερακίζω (μεσαιωνικά ελληνικά)
- ἀναφτερουγίζω, αναφτερουγίζω (μεσαιωνικά, νέα ελληνικά)
- αναφτερώνω, αναπτερώνω (νέα ελληνικά)
Πηγές επεξεργασία
- ἀναπτερυγίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.