ἀγραυλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀγραυλέω < ἀγραυλ(ής) + -έω < ἀγρός + αὐλή)
Ρήμα
επεξεργασίαἀγραυλέω/ἀγραυλῶ
- (ελληνιστική κοινή) ζω στους αγρούς (συνήθως για ποιμένες, βοσκούς)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ἀγρός και αὐλή
Πηγές
επεξεργασία- ἀγραυλέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγραυλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.