Ἁλικαρνάσσιος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἁλικαρνάσσιος < αρχαία ελληνική Ἁλικαρνασσ(ός) + -ιος
Επίθετο επεξεργασία
Ἁλικαρνάσσιος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ο σχετικός με την Αλικαρνασσό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Ἁλικαρνασσός
Πηγές επεξεργασία
- Ἁλικαρνάσσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἁλικαρνάσσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.