ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἁλικαρνάσσιος Ἁλικαρνασσί τὸ Ἁλικαρνάσσιον
      γενική τοῦ Ἁλικαρνασσίου τῆς Ἁλικαρνασσίᾱς τοῦ Ἁλικαρνασσίου
      δοτική τῷ Ἁλικαρνασσί τῇ Ἁλικαρνασσί τῷ Ἁλικαρνασσί
    αιτιατική τὸν Ἁλικαρνάσσιον τὴν Ἁλικαρνασσίᾱν τὸ Ἁλικαρνάσσιον
     κλητική ! Ἁλικαρνάσσιε Ἁλικαρνασσί Ἁλικαρνάσσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἁλικαρνάσσιοι αἱ Ἁλικαρνάσσιαι τὰ Ἁλικαρνάσσι
      γενική τῶν Ἁλικαρνασσίων τῶν Ἁλικαρνασσίων τῶν Ἁλικαρνασσίων
      δοτική τοῖς Ἁλικαρνασσίοις ταῖς Ἁλικαρνασσίαις τοῖς Ἁλικαρνασσίοις
    αιτιατική τοὺς Ἁλικαρνασσίους τὰς Ἁλικαρνασσίᾱς τὰ Ἁλικαρνάσσι
     κλητική ! Ἁλικαρνάσσιοι Ἁλικαρνάσσιαι Ἁλικαρνάσσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἁλικαρνασσίω τὼ Ἁλικαρνασσί τὼ Ἁλικαρνασσίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἁλικαρνασσίοιν τοῖν Ἁλικαρνασσίαιν τοῖν Ἁλικαρνασσίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἁλικαρνάσσιος < αρχαία ελληνική Ἁλικαρνασσ(ός) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

Ἁλικαρνάσσιος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία