Ἄμφρυσος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἄμφρυσος | ||||||
γενική | τοῦ | Ἀμφρύσου | ||||||
δοτική | τῷ | Ἀμφρύσῳ | ||||||
αιτιατική | τὸν | Ἄμφρυσον | ||||||
κλητική ὦ! | Ἄμφρυσε | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἄμφρυσος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἌμφρυσος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἄμφρυσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.