ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἁλιδινής τὸ ἁλιδινές
      γενική τοῦ/τῆς ἁλιδινοῦς τοῦ ἁλιδινοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἁλιδινεῖ τῷ ἁλιδινεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἁλιδιν τὸ ἁλιδινές
     κλητική ! ἁλιδινές ἁλιδινές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἁλιδινεῖς τὰ ἁλιδιν
      γενική τῶν ἁλιδινῶν τῶν ἁλιδινῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἁλιδινέσ(ν) τοῖς ἁλιδινέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἁλιδινεῖς τὰ ἁλιδιν
     κλητική ! ἁλιδινεῖς ἁλιδιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁλιδινεῖ τὼ ἁλιδινεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἁλιδινοῖν τοῖν ἁλιδινοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁλιδινής < ἁλι- + -δινής (< ἅλς + διν(έω) + -ής)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁλιδινής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία