ἁλιδινής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἁλιδινής | τὸ | ἁλιδινές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἁλιδινοῦς | τοῦ | ἁλιδινοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἁλιδινεῖ | τῷ | ἁλιδινεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἁλιδινῆ | τὸ | ἁλιδινές | ||
κλητική ὦ! | ἁλιδινές | ἁλιδινές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἁλιδινεῖς | τὰ | ἁλιδινῆ | ||
γενική | τῶν | ἁλιδινῶν | τῶν | ἁλιδινῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἁλιδινέσῐ(ν) | τοῖς | ἁλιδινέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἁλιδινεῖς | τὰ | ἁλιδινῆ | ||
κλητική ὦ! | ἁλιδινεῖς | ἁλιδινῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁλιδινεῖ | τὼ | ἁλιδινεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁλιδινοῖν | τοῖν | ἁλιδινοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἁλιδινής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- που κλυδωνίζεται από τη θάλασσα ή μέσα σ’ αυτήν, ο θαλασσοδαρμένος
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 39.212, @scaife.perseus
- τοῖον ἔπος βοόων ἁλιδίνεος ἥψατο χάρμης
- ≈ συνώνυμα: ἁλίδονος
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 39.212, @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἁλιδινής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.