Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλασσοδαρμένος η θαλασσοδαρμένη το θαλασσοδαρμένο
      γενική του θαλασσοδαρμένου της θαλασσοδαρμένης του θαλασσοδαρμένου
    αιτιατική τον θαλασσοδαρμένο τη θαλασσοδαρμένη το θαλασσοδαρμένο
     κλητική θαλασσοδαρμένε θαλασσοδαρμένη θαλασσοδαρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλασσοδαρμένοι οι θαλασσοδαρμένες τα θαλασσοδαρμένα
      γενική των θαλασσοδαρμένων των θαλασσοδαρμένων των θαλασσοδαρμένων
    αιτιατική τους θαλασσοδαρμένους τις θαλασσοδαρμένες τα θαλασσοδαρμένα
     κλητική θαλασσοδαρμένοι θαλασσοδαρμένες θαλασσοδαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλασσοδαρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θαλασσοδέρνω. Μορφολογικά αναλύεται σε θαλασσο- + δαρμένος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θa.la.so.ðaɾˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θα‐λασ‐σο‐δαρ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

θαλασσοδαρμένος, -η, -ο

  1. που τον χτυπούν τα κύματα της θάλασσας
    θαλασσοδαρμένος βράχος
    ταυτόσημα: θαλασσόδαρτος
  2. που έχει αντιμετωπίσει μεγάλες τρικυμίες
    θαλασσοδαρμένος ναυτικός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία