Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλασσοβρεγμένος η θαλασσοβρεγμένη το θαλασσοβρεγμένο
      γενική του θαλασσοβρεγμένου της θαλασσοβρεγμένης του θαλασσοβρεγμένου
    αιτιατική τον θαλασσοβρεγμένο τη θαλασσοβρεγμένη το θαλασσοβρεγμένο
     κλητική θαλασσοβρεγμένε θαλασσοβρεγμένη θαλασσοβρεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλασσοβρεγμένοι οι θαλασσοβρεγμένες τα θαλασσοβρεγμένα
      γενική των θαλασσοβρεγμένων των θαλασσοβρεγμένων των θαλασσοβρεγμένων
    αιτιατική τους θαλασσοβρεγμένους τις θαλασσοβρεγμένες τα θαλασσοβρεγμένα
     κλητική θαλασσοβρεγμένοι θαλασσοβρεγμένες θαλασσοβρεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλασσοβρεγμένος < θαλασσο- + βρεγμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βρέχω

  Μετοχή επεξεργασία

θαλασσοβρεγμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  • (για στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος) που βρέχεται από τη θάλασσα

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία