θαλασσόβρεχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθαλασσόβρεχτος, -η, -ο
- που βρέχεται από τη θάλασσα
- ※ Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἐλκυστικὸ γιὰ τὸν Ἐγγλέζο ἀπὸ τὶς παράξενες ἰστορίες τῆς θάλασσας, ἀπὸ τὶς πειρατικὲς περιπέτειες, ἀπὸ τοὺς θαλασσινοὺς ἤρωες. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ νειρεύεται μακρινὰ ταξίδια καὶ θαλασσόβρεχτη δόξα.
- Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία
- ※ Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἐλκυστικὸ γιὰ τὸν Ἐγγλέζο ἀπὸ τὶς παράξενες ἰστορίες τῆς θάλασσας, ἀπὸ τὶς πειρατικὲς περιπέτειες, ἀπὸ τοὺς θαλασσινοὺς ἤρωες. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ νειρεύεται μακρινὰ ταξίδια καὶ θαλασσόβρεχτη δόξα.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θαλασσόβρεχτος
|