δαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δαρμένος | η | δαρμένη | το | δαρμένο |
γενική | του | δαρμένου | της | δαρμένης | του | δαρμένου |
αιτιατική | τον | δαρμένο | τη | δαρμένη | το | δαρμένο |
κλητική | δαρμένε | δαρμένη | δαρμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δαρμένοι | οι | δαρμένες | τα | δαρμένα |
γενική | των | δαρμένων | των | δαρμένων | των | δαρμένων |
αιτιατική | τους | δαρμένους | τις | δαρμένες | τα | δαρμένα |
κλητική | δαρμένοι | δαρμένες | δαρμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δαρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δέρνω
Μετοχή
επεξεργασίαδαρμένος
- που τον έχουν δείρει, τον έχουν χτυπήσει