δέρνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δέρνομαι < αρχαία ελληνική δέρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðeɾ.no.me/
Ρήμα
επεξεργασίαδέρνομαι (ενεργητικό δέρνω)
- (μεταφορικά) θρηνώ εξαιτίας μεγάλης θλίψης ή απόγνωσης, χτυπιέμαι, αυτοτιμωρούμαι
Εκφράσεις
επεξεργασία- (φεύγω) σαν δαρμένο σκυλί : με εξευτελιστικό τρόπο
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δέρνομαι | δερνόμουν(α) | θα δέρνομαι | να δέρνομαι | ||
β' ενικ. | δέρνεσαι | δερνόσουν(α) | θα δέρνεσαι | να δέρνεσαι | δέρνου | |
γ' ενικ. | δέρνεται | δερνόταν(ε) | θα δέρνεται | να δέρνεται | ||
α' πληθ. | δερνόμαστε | δερνόμαστε δερνόμασταν |
θα δερνόμαστε | να δερνόμαστε | ||
β' πληθ. | δέρνεστε | δερνόσαστε δερνόσασταν |
θα δέρνεστε | να δέρνεστε | δέρνεστε | |
γ' πληθ. | δέρνονται | δέρνονταν δερνόντουσαν |
θα δέρνονται | να δέρνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δάρθηκα | θα δαρθώ | να δαρθώ | δαρθεί | ||
β' ενικ. | δάρθηκες | θα δαρθείς | να δαρθείς | δάρσου | ||
γ' ενικ. | δάρθηκε | θα δαρθεί | να δαρθεί | |||
α' πληθ. | δαρθήκαμε | θα δαρθούμε | να δαρθούμε | |||
β' πληθ. | δαρθήκατε | θα δαρθείτε | να δαρθείτε | δαρθείτε | ||
γ' πληθ. | δάρθηκαν δαρθήκαν(ε) |
θα δαρθούν(ε) | να δαρθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δαρθεί | είχα δαρθεί | θα έχω δαρθεί | να έχω δαρθεί | δαρμένος | |
β' ενικ. | έχεις δαρθεί | είχες δαρθεί | θα έχεις δαρθεί | να έχεις δαρθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δαρθεί | είχε δαρθεί | θα έχει δαρθεί | να έχει δαρθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δαρθεί | είχαμε δαρθεί | θα έχουμε δαρθεί | να έχουμε δαρθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δαρθεί | είχατε δαρθεί | θα έχετε δαρθεί | να έχετε δαρθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δαρθεί | είχαν δαρθεί | θα έχουν δαρθεί | να έχουν δαρθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία δέρνομαι
|