Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δέρας τα δέρατα
      γενική του δέρατος των δεράτων
    αιτιατική το δέρας τα δέρατα
     κλητική δέρας δέρατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέρας < αρχαία ελληνική δέρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δέρας ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία