χτυπιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xtiˈpçe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτυ‐πιέ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαχτυπιέμαι, π.αόρ.: χτυπήθηκα, μτχ.π.π.: χτυπημένος, (ενεργ.: χτυπάω/χτυπώ)
- παθητική φωνή του ρήματος χτυπάω / χτυπώ
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χτυπάω