κλυδωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλυδωνίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλυδωνίζομαι < αρχαία ελληνική κλύδων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kli.ðoˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλυ‐δω‐νί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίακλυδωνίζομαι, π.αόρ.: κλυδωνίστηκα, μτχ.π.π.: κλυδωνισμένος (αποθετικό ρήμα) σπάνια ενεργητική φωνή: κλυδωνίζω
- κινούμαι όπως το πλοίο στην τρικυμία, ταρακουνιέμαι
- (μεταφορικά) δοκιμάζομαι από αναταραχή και αστάθεια
- ⮡ Κλυδωνίζεται η πολιτική σκηνή μετά τα πρόσφατα σκάνδαλα.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κλυδωνίζομαι | κλυδωνιζόμουν(α) | θα κλυδωνίζομαι | να κλυδωνίζομαι | ||
β' ενικ. | κλυδωνίζεσαι | κλυδωνιζόσουν(α) | θα κλυδωνίζεσαι | να κλυδωνίζεσαι | (κλυδωνίζου) | |
γ' ενικ. | κλυδωνίζεται | κλυδωνιζόταν(ε) | θα κλυδωνίζεται | να κλυδωνίζεται | ||
α' πληθ. | κλυδωνιζόμαστε | κλυδωνιζόμαστε κλυδωνιζόμασταν |
θα κλυδωνιζόμαστε | να κλυδωνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κλυδωνίζεστε | κλυδωνιζόσαστε κλυδωνιζόσασταν |
θα κλυδωνίζεστε | να κλυδωνίζεστε | (κλυδωνίζεστε) | |
γ' πληθ. | κλυδωνίζονται | κλυδωνίζονταν κλυδωνιζόντουσαν |
θα κλυδωνίζονται | να κλυδωνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλυδωνίστηκα | θα κλυδωνιστώ | να κλυδωνιστώ | κλυδωνιστεί | ||
β' ενικ. | κλυδωνίστηκες | θα κλυδωνιστείς | να κλυδωνιστείς | κλυδωνίσου | ||
γ' ενικ. | κλυδωνίστηκε | θα κλυδωνιστεί | να κλυδωνιστεί | |||
α' πληθ. | κλυδωνιστήκαμε | θα κλυδωνιστούμε | να κλυδωνιστούμε | |||
β' πληθ. | κλυδωνιστήκατε | θα κλυδωνιστείτε | να κλυδωνιστείτε | κλυδωνιστείτε | ||
γ' πληθ. | κλυδωνίστηκαν κλυδωνιστήκαν(ε) |
θα κλυδωνιστούν(ε) | να κλυδωνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κλυδωνιστεί | είχα κλυδωνιστεί | θα έχω κλυδωνιστεί | να έχω κλυδωνιστεί | κλυδωνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κλυδωνιστεί | είχες κλυδωνιστεί | θα έχεις κλυδωνιστεί | να έχεις κλυδωνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κλυδωνιστεί | είχε κλυδωνιστεί | θα έχει κλυδωνιστεί | να έχει κλυδωνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κλυδωνιστεί | είχαμε κλυδωνιστεί | θα έχουμε κλυδωνιστεί | να έχουμε κλυδωνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κλυδωνιστεί | είχατε κλυδωνιστεί | θα έχετε κλυδωνιστεί | να έχετε κλυδωνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κλυδωνιστεί | είχαν κλυδωνιστεί | θα έχουν κλυδωνιστεί | να έχουν κλυδωνιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κλυδωνίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κλυδωνίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κλυδωνίζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλυδωνίζομαι, κλυδωνίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.