κλυδωνίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλυδωνίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
κλυδωνίζω συνήθως στην παθητική φωνή: κλυδωνίζομαι
- ταρακουνάω
- ↪ η τρικυμία της ανεργίας που κλυδωνίζει τη χώρα (Σώματα Κειμένων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας)
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλυδωνίζω