αστάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστάθεια < ελληνιστική ἀστάθεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈsta.θi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστάθεια θηλυκό
- η έλλειψη σταθερότητας ενός αντικειμένου, όταν είναι ακίνητο ή κατά την κίνησή του
- είχε μια αστάθεια στο βάδισμά του
- η κατάσταση κατά την οποία ένα σύστημα γνωρίζει συνεχείς και απρόβλεπτες αλλαγές
- η κατάσταση της υγείας του χαρακτηρίζεται από αστάθεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αστάθεια