κλυδωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλυδωνισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλυδωνισμός (θαλασσοταραχή) < κλυδωνίζομαι, κλυδωνισ- + -μός με κατάληξη -ισμός< αρχαία ελληνική κλύδων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kli.ðo.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλυ‐δω‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλυδωνισμός αρσενικό
- σφοδρή κίνηση ενός αντικειμένου λόγω της επενέργειας εξωτερικής δύναμης
- ιδίως πλεούμενου
- ή αεροσκάφους
- (μεταφορικά) αστάθεια σε ένα σύστημα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κλύδων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταρακούνημα σκάφους
μεταφορική σημασία
→ δείτε τη λέξη αναταραχή |
Πηγές
επεξεργασία- κλυδωνισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κλυδωνισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλυδωνισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλυδωνισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλυδωνισμός αρσενικό
- θαλασσοταραχή, φουρτούνα
- (μεταφορικά) ψυχική αναστάτωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κλύδων
Πηγές
επεξεργασία- κλυδωνισμός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κλυδωνισμός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κλυδωνισμός | οἱ | κλυδωνισμοί | ||||
γενική | τοῦ | κλυδωνισμοῦ | τῶν | κλυδωνισμῶν | ||||
δοτική | τῷ | κλυδωνισμῷ | τοῖς | κλυδωνισμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | κλυδωνισμόν | τοὺς | κλυδωνισμούς | ||||
κλητική ὦ! | κλυδωνισμέ | κλυδωνισμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλυδωνισμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κλυδωνισμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλυδωνισμός < κλυδωνίζομαι, κλυδωνισ- + -μός < αρχαία ελληνική κλύδων
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλυδωνισμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε το αρχαίο κλύδων
Πηγές
επεξεργασία- κλυδωνισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλυδωνισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.