Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναβλήδην < θέμα ἀναβλή- του ρήματος ἀναβάλλω + -δην

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀναβλήδην (ελληνιστική κοινή)

  1. όψιμα, καθυστερημένα
  2. ξανά από την αρχή, εκ νέου

Άλλες μορφές

επεξεργασία