Δείτε επίσης: αβουλησία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀβουλησί αἱ ἀβουλησίαι
      γενική τῆς ἀβουλησίᾱς τῶν ἀβουλησιῶν
      δοτική τῇ ἀβουλησί ταῖς ἀβουλησίαις
    αιτιατική τὴν ἀβουλησίᾱν τὰς ἀβουλησίᾱς
     κλητική ! ἀβουλησί ἀβουλησίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀβουλησί
γεν-δοτ τοῖν  ἀβουλησίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβουλησία < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική βούλησ(ις) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀβουλησία θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία