ἀβουλησία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀβουλησίᾱ | αἱ | ἀβουλησίαι |
γενική | τῆς | ἀβουλησίᾱς | τῶν | ἀβουλησιῶν |
δοτική | τῇ | ἀβουλησίᾳ | ταῖς | ἀβουλησίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀβουλησίᾱν | τὰς | ἀβουλησίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀβουλησίᾱ | ἀβουλησίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβουλησίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀβουλησίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβουλησία < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική βούλησ(ις) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀβουλησία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) έλλειψη βούλησης
- ※ Τὰ γὰρ ἐκ φύσεως προϊόντα, οὔτε βούλησιν, οὔτε ἀβουλησίαν ἐπιδέχεται.
- 4ος αιώνας, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, 75.9[1]
- ※ Τὰ γὰρ ἐκ φύσεως προϊόντα, οὔτε βούλησιν, οὔτε ἀβουλησίαν ἐπιδέχεται.
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀβουλησία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.