Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

βούλησις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη βουλή

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
βούλησις < βουλῶ (βουλιάζω), βουλη- + -σις

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

βούλησις θηλυκό



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βούλησῐς αἱ βουλήσεις
      γενική τῆς βουλήσεως τῶν βουλήσεων
      δοτική τῇ βουλήσει ταῖς βουλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βούλησῐν τὰς βουλήσεις
     κλητική ! βούλησῐ βουλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουλήσει
γεν-δοτ τοῖν  βουλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βούλησις, -εως θηλυκό

  1. θέληση, επιθυμία
  2. επιδίωξη
  3. το νόημα (όπως ενός ποιήματος)