αβουλησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβουλησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβουλησία[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vu.liˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βου‐λη‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβουλησία θηλυκό
- (σπάνιο, ψυχιατρική) η αβουλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβουλησία
→ δείτε τη λέξη αβουλία |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβουλησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβουλησία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)