↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβουλία οι αβουλίες
      γενική της αβουλίας των αβουλιών
    αιτιατική την αβουλία τις αβουλίες
     κλητική αβουλία αβουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβουλία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβουλία[1]
(όρος ψυχιατρικής) < γαλλική aboulie[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vuˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βου‐λί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβουλία θηλυκό

  1. αδυναμία του χαρακτήρα να επιβάλει στον εαυτό του, τη θέλησή του, έλλειψη ισχυρής βούλησης, αδυναμία να πάρει κανείς αποφάσεις και πρωτοβουλίες.
    ※  Η τετράμηνη «διαβούλευση» ή καλύτερα «αβουλία» οδήγησε στην ανάγκη τα αναγκαία μέτρα να γίνουν σκληρότερα αλλά και η αντιμετώπιση της κρίσης δυσχερέστερη.
    Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Συναίνεση διπλής κατεύθυνσης, Η Καθημερινή, 14 Φεβρουαρίου 2010
  2. (ψυχιατρική) η έλλειψη βούλησης, λόγω παθολογικών αιτίων
     συνώνυμα: αβουλησία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβουλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αβουλίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)