abulia
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abulia | abulias |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- abulia < νεολατινική abulia < αρχαία ελληνική ἀβουλία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /əˈb(j)uː.lɪə/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΙταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abulia | abulie |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- abulia < αρχαία ελληνική ἀβουλία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
abulia (it) θηλυκό
- (ψυχιατρική) η αβουλία
- απάθεια, απραξία
Πηγές
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠορτογαλικά (pt)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- abulia < γαλλική aboulie < αρχαία ελληνική ἀβουλία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- abulia < αρχαία ελληνική ἀβουλία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
abulia (fi)
- (ψυχιατρική) η αβουλία