ενικός         πληθυντικός  
abulia abulias

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abulia < νεολατινική abulia < αρχαία ελληνική ἀβουλία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈb(j)uː.lɪə/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abulia (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
abulia < αρχαία ελληνική ἀβουλία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈbulja/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abulia (es) θηλυκό



      ενικός         πληθυντικός  
abulia abulie

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abulia < αρχαία ελληνική ἀβουλία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.buˈli.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abulia (it) θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) η αβουλία
  2. απάθεια, απραξία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
abulia < αρχαία ελληνική ἀβουλία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈbu.lja/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abulia (pl) θηλυκό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
abulia < γαλλική aboulie < αρχαία ελληνική ἀβουλία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.buˈli.ɐ/ (Βραζιλία)
ΔΦΑ : /ɐ.buˈli.ɐ/ (Πορτογαλία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abulia (pt) θηλυκό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
abulia < αρχαία ελληνική ἀβουλία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɑbuliɑ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abulia (fi)