αναποφασιστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναποφασιστικότητα < αν- στερητικό + αποφασιστικότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναποφασιστικότητα θηλυκό
- η έλλειψη αποφασιστικότητας, η αδυναμία κάποιου να πάρει αποφάσεις
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναποφασιστικότητα