ἀβρόχοις ποσί
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβρόχοις ποσί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβρόχοις ποσί Περισσότερα, εκεί.
Έκφραση
επεξεργασίαἀβρόχοις ποσί
- (κυριολεκτικά) με στεγνά πόδια
- ※ (λόγια μεσαιωνική) 7ος/8ος αιώνας ⌘Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 2
- Τί δέ ἐστι Θεοῦ οὐσία ἢ πῶς ἐστιν ἐν πᾶσιν ἢ πῶς ἐκ Θεοῦ Θεὸς γεγέννηται ἢ ἐκπεπόρευται ἢ πῶς ἑαυτὸν κενώσας ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γέγονεν ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων ἑτέρῳ παρὰ τὴν φύσιν θεσμῷ πλαστουργηθεὶς ἢ πῶς ἀβρόχοις ποσὶ τοῖς ὕδασιν ἐπεπόρευτο, καὶ ἀγνοοῦμεν καὶ λέγειν οὐ δυνάμεθα. Οὐ δυνατὸν οὖν τι παρὰ τὰ θειωδῶς ὑπὸ τῶν θείων λογίων τῆς τε Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἡμῖν ἐκπεφασμένα, ἤτοι εἰρημένα καὶ πεφανερωμένα, εἰπεῖν τι περὶ Θεοῦ ἢ ὅλως ἐννοῆσαι..
- ※ (λόγια μεσαιωνική) 7ος/8ος αιώνας ⌘Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 2
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀβρόχοις ποσί < → δείτε τις λέξεις ἄβροχος και πούς στη δοτική πληθυντικού ἀβρόχοις & ποσί κυριολεκιτκά: με άβρεχτα, άβροχα πόδια. Από τη διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης για τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες χωρίς να βραχούν τα πόδια τους.
Έκφραση
επεξεργασίαἀβρόχοις ποσί (ελληνιστική κοινή)
- (κυριολεκτικά) με στεγνά πόδια
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 9.4, 4 @perseus.tufts.edu @wikisource
- ἔστι δὲ χειμάρρους ὥστʼ ἀβρόχοις ἐμβαίνειν τοῖς ποσίν, ἄλλοτε δὲ καὶ δίπλεθρον ἴσχειν πλάτος.
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Μέγας Βασίλειος, Epistulae, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΩ ΜΕΓΑΛΩ ΒΑΣΙΛΕΙ ΘΕΟ∆ΟΣΙΩ, 365 @catholiclibrary.org
- Καὶ γὰρ τὸν πολυστένακτον βίον τῶν Ἰουδαίων σπλαγχνισθεὶς ὁ Κύριος τούτους ἀβρόχοις ποσὶ βαδίζειν εὐδόκησεν ὡς διὰ ξηρᾶς ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ δεδωκὼς αὐτοῖς προηγήτορα τὸν Μωσέα.
- ≈ συνώνυμα: ἀβρόχως
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 9.4, 4 @perseus.tufts.edu @wikisource
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αβρόχοις ποσί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)