Δείτε επίσης: αβρόχοις ποσί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβρόχοις ποσί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβρόχοις ποσί Περισσότερα, εκεί.

  Έκφραση

επεξεργασία

ἀβρόχοις ποσί

  • (κυριολεκτικά) με στεγνά πόδια
    ※  (λόγια μεσαιωνική) 7ος/8ος αιώνας Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 2
    Τί δέ ἐστι Θεοῦ οὐσία ἢ πῶς ἐστιν ἐν πᾶσιν ἢ πῶς ἐκ Θεοῦ Θεὸς γεγέννηται ἢ ἐκπεπόρευται ἢ πῶς ἑαυτὸν κενώσας ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γέγονεν ἐκ παρθενικῶν αἱμάτων ἑτέρῳ παρὰ τὴν φύσιν θεσμῷ πλαστουργηθεὶς ἢ πῶς ἀβρόχοις ποσὶ τοῖς ὕδασιν ἐπεπόρευτο, καὶ ἀγνοοῦμεν καὶ λέγειν οὐ δυνάμεθα. Οὐ δυνατὸν οὖν τι παρὰ τὰ θειωδῶς ὑπὸ τῶν θείων λογίων τῆς τε Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἡμῖν ἐκπεφασμένα, ἤτοι εἰρημένα καὶ πεφανερωμένα, εἰπεῖν τι περὶ Θεοῦ ἢ ὅλως ἐννοῆσαι..



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβρόχοις ποσί < → δείτε τις λέξεις ἄβροχος και πούς στη δοτική πληθυντικού ἀβρόχοις & ποσί κυριολεκιτκά: με άβρεχτα, άβροχα πόδια. Από τη διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης για τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες χωρίς να βραχούν τα πόδια τους.

  Έκφραση

επεξεργασία

ἀβρόχοις ποσί (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αβρόχοις ποσί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)