Δείτε επίσης: ἀβρόχοις ποσί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβρόχοις ποσί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβρόχοις ποσί, κυριολεκτικά: με στεγνά πόδια (όπως σε διάβαση ποταμού). Δείτε το άβροχος & πους στη αρχαία (δοτική) πληθυντικού ἀβρόχοις & ποσί. Από βιβλική έκφραση για τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας. Περισσότερα στο ἀβρόχοις ποσί.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvɾoçis poˈsi/

  Έκφραση

επεξεργασία

αβρόχοις ποσί

Δείτε επίσης

επεξεργασία