Δείτε επίσης: ἄβροχος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβροχος η άβροχη το άβροχο
      γενική του άβροχου της άβροχης του άβροχου
    αιτιατική τον άβροχο την άβροχη το άβροχο
     κλητική άβροχε άβροχη άβροχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβροχοι οι άβροχες τα άβροχα
      γενική των άβροχων των άβροχων των άβροχων
    αιτιατική τους άβροχους τις άβροχες τα άβροχα
     κλητική άβροχοι άβροχες άβροχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβροχος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄβροχος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + βροχ(ή) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vɾo.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βρο‐χος

  Επίθετο

επεξεργασία

άβροχος, -η, -ο

  1. που δεν έχει δεχτεί βροχή
    ⮡  άβροχο χωράφι
  2. που δεν έχει φέρει βροχή
    ⮡  μ' άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό το στάρι
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει κοπιάσει, άκοπα, χωρίς δυσχέρεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βροχή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία