Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάβροχος η ανάβροχη το ανάβροχο
      γενική του ανάβροχου της ανάβροχης του ανάβροχου
    αιτιατική τον ανάβροχο την ανάβροχη το ανάβροχο
     κλητική ανάβροχε ανάβροχη ανάβροχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάβροχοι οι ανάβροχες τα ανάβροχα
      γενική των ανάβροχων των ανάβροχων των ανάβροχων
    αιτιατική τους ανάβροχους τις ανάβροχες τα ανάβροχα
     κλητική ανάβροχοι ανάβροχες ανάβροχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάβροχος < ανά + άβροχος

  Επίθετο επεξεργασία

ανάβροχος, -η, -ο

  • που κατά τη διάρκειά του δεν έχει πέσει βροχή

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία