ανάβροχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανάβροχος, -η, -ο
- που κατά τη διάρκειά του δεν έχει πέσει βροχή
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάβροχος
|
ανάβροχος, -η, -ο
|