Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβρεχτος η άβρεχτη το άβρεχτο
      γενική του άβρεχτου της άβρεχτης του άβρεχτου
    αιτιατική τον άβρεχτο την άβρεχτη το άβρεχτο
     κλητική άβρεχτε άβρεχτη άβρεχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβρεχτοι οι άβρεχτες τα άβρεχτα
      γενική των άβρεχτων των άβρεχτων των άβρεχτων
    αιτιατική τους άβρεχτους τις άβρεχτες τα άβρεχτα
     κλητική άβρεχτοι άβρεχτες άβρεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άβρεχτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄβρεκτος με ανομοίωση της προφοράς [kt] > [xt]. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- + βρέχω + -τος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.vɾe.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βρε‐χτος

  Επίθετο επεξεργασία

άβρεχτος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία