άβρεχτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άβρεχτος < αρχαία ελληνική ἄβρεκτος με ανομοίωση της προφοράς [kt] > [xt]. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- + βρέχω + -τος[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.vɾε.xtɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άβρεχτος
- που δεν έχει βραχεί
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ακατάβρεχτος
- → και δείτε τη λέξη βρέχω
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άβρεχτος
Επεξεργασία
- ↑ «άβρεχτος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.