↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβρεχτος η άβρεχτη το άβρεχτο
      γενική του άβρεχτου της άβρεχτης του άβρεχτου
    αιτιατική τον άβρεχτο την άβρεχτη το άβρεχτο
     κλητική άβρεχτε άβρεχτη άβρεχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβρεχτοι οι άβρεχτες τα άβρεχτα
      γενική των άβρεχτων των άβρεχτων των άβρεχτων
    αιτιατική τους άβρεχτους τις άβρεχτες τα άβρεχτα
     κλητική άβρεχτοι άβρεχτες άβρεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβρεχτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄβρεκτος με ανομοίωση της προφοράς [kt] > [xt]. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- + βρέχω + -τος[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vɾe.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βρε‐χτος

  Επίθετο

επεξεργασία

άβρεχτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει βραχεί
    ※  Ήταν φανερό ότι επέλεγε με μεγάλη δυσκολία τις φράσεις της, δεσμευμένη καθώς ήταν από το επαγγελματικό απόρρητο, σαν κάποιον που οφείλει να διασχίσει ένα ποτάμι άβρεχτος και πατά στα βότσαλα που προεξέχουν από το νερό, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή να χάσει την ισορροπία του και να γίνει μούσκεμα.
    Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Η ενοχή της αθωότητας, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011, σελ. 249. ISBN 9789600352719
  2. (μεταφορικά, σπάνιο) που δεν έχει απώλειες

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άβρεχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. άβρεχτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)